- φλεβοτονεῖσθαι
- φλεβοτονέομαιto have the veins swollen inpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλεβοτονούμαι — έομαι, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «φλεβοτονεῑσθαι τὸ τείνειν τὰς φλέβας λέγοντά τι ἤ πράττοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + τονοῦμαι / τονῶ (< τόνος < τόνος < τείνω), πρβλ. οἰκειο τονοῦμαι] … Dictionary of Greek